ἐπιτραπέζωμα

ἐπιτραπέζωμα
ἐπιτρᾰπέζ-ωμα, ατος, τό,
A a dish set on table, Pl.Com.74, cf. Ath.4.170e.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιτραπέζωμα — ἐπιτραπέζωμα, τὸ (AM) συνήθ. στον πληθ. τα φαγητά που τοποθετούνται στο τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τραπέζωμα (< τραπεζώ)] …   Dictionary of Greek

  • ἐπιτραπεζωμάτων — ἐπιτραπέζωμα a dish set on table neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτραπεζώματα — ἐπιτραπέζωμα a dish set on table neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”